προσυλλογιστικός

προσυλλογιστικός
-ή, -ό
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον προσυλλογισμό, που έχει χαρακτήρα προσυλλογισμού.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • προσυλλογιστικός — ή, ό, Ν 1. αυτός nou ανήκει ή αναφέρεται σε προσυλλογισμό 2. αυτός που έχει χαρακτήρα προσυλλογισμού. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσυλλογίζομαι / προσυλλογισμός. Η λ. μαρτυρείται από το 1861 στον Θεαγένη Λιβαδά] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”